- αναγνωσματάριο
- και -άρι, τοτο αναγνωστικό* (βλ. αναγνωστικός).[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάγνωσμα. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον φιλόλογο Ιωάννη Βενθύλο το 1851].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναγνωσματάριο — το βιβλίο για την εκμάθηση της ανάγνωσης: Το νέο αναγνωσματάριο είναι καλοτυπωμένο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάγνωσμα — το (Α ἀνάγνωσμα) 1. ανάγνωση, διάβασμα 2. οτιδήποτε διαβάζεται (στα νεοελλ. κυρίως για λογοτεχνικά έργα) 3. (Εκκλ.) χωρίο, απόσπασμα εκκλησιαστικού κειμένου που διαβάζεται κατά τη θεία λειτουργία νεοελλ. 1. επιστημονικό σύγγραμμα που εκδίδεται εν … Dictionary of Greek
αναγνωστικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην ανάγνωση ή την αγαπά: Το αναγνωστικό κοινό του καλού βιβλίου στην Ελλάδα είναι περιορισμένο. 2. το ουδ. ως ουσ., το αναγνωστικό το αναγνωσματάριο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)